Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

Κρίση και αξία

Print this post
Του ΔΗΜΟΦΑΝΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ

Φαίνεται ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις έχουν καταστεί σύμφυτο χαρακτηριστικό του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, στο πλαίσιο του οποίου, εξέχοντα ρόλο διαδραματίζει το πλασματικό-χρηματικό κεφάλαιο. Σχεδόν μια εικοσαετία που χαρακτηρίζεται από συνεχείς χρηματοπιστωτικές κρίσεις στις οποίες έχουν χαθεί δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων, το κόστος των οποίων κάθε φορά καλούνται να πληρώσουν οι εργαζόμενοι με την χειροτέρευση των όρων εργασίας τους (μισθοί, ωράρια, ασφάλιση) πράγμα που συνεπάγεται την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης τους από το κεφάλαιο και τον γενικότερο περιορισμό δικαιωμάτων και κατακτήσεων.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η εισδοχή της στο παγκοσμοιοποιημένο πλέον σύστημα του καπιταλισμού, η ουσιαστική ένταξη στο ίδιο σύστημα και των χωρών του Τρίτου κόσμου, όπως της Ινδίας αλλά κυρίως της Κίνας, έδωσαν στο κεφάλαιο τεράστιες δυνατότητες επέκτασης και εμβάθυνσης της εκμετάλλευσης και απόσπασης υπεραξίας σε όλες τις μορφές σε μια νέα και πρωτόγνωρη κλίμακα. Η υπερπροσφορά εργατικής δύναμης έδωσε, (και στον βαθμό που δεν υπάρχει άνοδος του επιπέδου της ταξικής πάλης την δίνει ακόμα) τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να ρίξει στον Καιάδα τμήματα της εργατικής τάξης (αναθεωρώντας εκ βάθρων την πολιτική διαχείρισης της εργατικής δύναμης), με αντίτιμο όμως εξαιτίας της αύξησης της συχνότητας των κρίσεων, (ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που οδηγεί στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους), να τίθεται σε κίνδυνο η μακροχρόνια σταθερότητα του ίδιου του πολιτικού του συστήματος.

Στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης που παρατηρήθηκαν, συντηρήθηκαν αρχικά κυρίως εξ’ αιτίας της τεχνικής προόδου, δηλαδή σύμφωνα με την μαρξιστική πολιτική οικονομία χάρη στην αύξηση της απόσπασης της λεγόμενης σχετικής υπεραξίας, (που όμως καθώς προχωρούσε η συσσώρευση οδήγησε σε αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και σε υπερσυσσώρευση) η οποία στη συνέχεια άρχισε να υποκαθίσταται σε ολοένα και μεγαλύτερη έκταση κυρίως από την εφαρμογή τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας σε μία προσπάθεια καθυστέρησης και αντιστροφής των συνεπειών της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της συνέπειας της, που είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους.

Η Προσπάθεια παράκαμψης του Νόμου της Αξίας

Προκειμένου δε να γίνει πιο κατανοητός ο ρόλος και η σημασία των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας και τι σημαίνουν αυτές για τους εργαζόμενους, θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τον Μάρξ, οι καπιταλιστές μπορούν να χρησιμοποιήσουν ορισμένες τεχνικές σε μια προσπάθεια να καθυστερήσουν ή και να αναστείλουν τα αποτελέσματα του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η υπεραξία που παράγεται σε μια χρονική περίοδο είναι ίση με τη διαφορά, (μετρημένη σε όρους αξίας), ανάμεσα στο συνολικό χρόνο εργασίας των απασχολουμένων εργατών και στο χρόνο εργασίας που πρέπει να αφιερώσουν οι εργάτες στην παραγωγή των προϊόντων που είναι απαραίτητα για την διατήρηση του βιοτικού τους επιπέδου. Οι καπιταλιστές μπορούν, επομένως, να αυξήσουν την υπεραξία που αποσπούν σε μια χρονική περίοδο με τους παρακάτω τρόπους: Πρώτο, αν αυξηθεί η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Δεύτερο, αν αυξηθεί η ένταση της εργασίας. Τρίτο, αν μειωθεί το βιοτικό επίπεδο των εργατών και τέταρτο αν αυξηθεί ο αριθμός των απασχολούμενων εργατών. Στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις που η απόσπαση υπεραξίας αυξάνεται χωρίς να έχουν μεταβληθεί οι τεχνικές συνθήκες παραγωγής, αυξάνεται η απόσπαση απόλυτης υπεραξίας.

Όμως η χρήση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας έχει όρια. Η αύξηση των ωρών εργασίας, η εντατικοποίηση της καθώς και η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων προσκρούουν τόσο σε βιολογικούς όσο και σε κοινωνικούς περιορισμούς. Η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων εξάλλου προσκρούει στο όριο της πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής της εργασιακής δύναμης πάνω από την αξία της, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εργατικά χέρια και μειώνεται ο εφεδρικός στρατός των ανέργων. Περαιτέρω ιδιαίτερη μνεία σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο θα πρέπει να γίνει για την σημασία του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου, το οποίο παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην προώθηση και επιτάχυνση της διαδικασία συσσώρευσης για το κεφάλαιο συνολικά, το βάθεμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, την διατήρηση και αύξηση της κερδοφορίας στην τρέχουσα συγκυρία. Από αυτή την άποψη πρέπει να τονιστεί η δυνατότητα της χρηματοπιστωτικής σφαίρας να συνεχίζει να παράγει κέρδη συμβάλλοντας στην διατήρηση ή και αύξηση της μάζας των κερδών ακόμα και όταν η διαδικασία της πραγματικής συσσώρευσης αντιμετωπίζει προβλήματα. Δηλαδή, ακόμα και όταν ο συνδυασμός τεχνικών απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξιας έχει φθάσει στα όρια του και ο νόμος της αξίας κάνει απειλητική την παρουσία του θέτοντας σε κίνδυνο την κερδοφορία του κεφαλαίου. Βέβαια, το τίμημα για αυτή την «διευκόλυνση» είναι η συγκάλυψη και το βάθεμα των αντιφάσεων στο επίπεδο της πραγματικής συσσώρευσης, που τελικά είναι και η σφαίρα όπου πρωτογενώς αποσπάται η υπεραξία, με τελικό αποτέλεσμα την επίταση των προβλημάτων υπερσσυσώρευσης που οδήγησαν και στην τρέχουσα ιστορικών διαστάσεων κρίση.

Από την φούσκα της νέας οικονομίας …

Ιστορικά, η αμερικανική οικονομία, υπήρξε η πιο προηγμένη από την άποψη της εφαρμογής τεχνικών απόσπασης σχετικής υπεραξίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Καθώς όμως επιχειρήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, να επιταχυνθεί η συσσώρευση (και να ξεπεραστούν τα προβλήματα που δημιουργούσε στην κερδοφορία η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου), σιγά-σιγά οι τεχνικές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας άρχισαν να παίρνουν την σκυτάλη σε σχέση με τις τεχνικές απόσπασης σχετικής υπεραξίας με ότι αυτό συνεπάγεται για τις εργασιακές σχέσεις. Ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, με αυξημένη συμμετοχή των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, έφερε μια νέα επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης, και οδήγησε στη δημιουργία της μεγαλύτερης μέχρι τότε χρηματιστηριακής φούσκας από την δεκαετία του 1920, που επηρέασε κατά κύριο λόγο τις τιμές των μετοχών της λεγόμενης «νέας οικονομίας», οι οποίες αποτελούσαν και την αιχμή του δόρατος της συσσώρευσης.
Στο πλαίσιο της «νέας οικονομίας» ήταν που για πρώτη φορά έγινε αντιληπτό ότι και ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας είχε όρια, καθώς η χρήση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, πολύ σύντομα προσέκρουσε στους βιολογικούς και κοινωνικούς περιορισμούς που χαρακτηρίζουν την εφαρμογή τους. Έτσι χρειάστηκε να συμπληρωθούν με την εκτεταμένη χρήση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου. Η φούσκα διογκώθηκε εξαιτίας της ταχύτητας επέκτασης της προσφοράς πιστωτικού χρήματος και συνδυάστηκε τόσο με την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών σε δυσθεώρητα ύψη, όσο και με δραματική επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών. Όταν η φούσκα «έσπασε», (εξ’ αιτίας των αυξήσεων της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της πτώσης του ποσοστού κέρδους που επιταχύνθηκε από την κρίση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου), την άνοιξη του 2000, η αμερικανική οικονομία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να εισέλθει σε βαθύτατη ύφεση. Όμως η ύφεση που ακολούθησε το 2001 δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η αποφυγή της βαθιάς ύφεσης εξασφαλίστηκε μέσω μέτρων όπως ο συνδυασμός φοροαπαλλαγών και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, η κατάσταση αντιμετωπίστηκε με την ταχύτερη και πιο εκτεταμένη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην ιστορία των ΗΠΑ, ωθώντας τα πραγματικά επιτόκια σε αρνητικά επίπεδα για πρώτη φορά από το 1970. Αυτή όμως η επιτυχημένη αποφυγή της ύφεσης συνεπαγόταν το κόστος της διατήρησης όχι μόνο των ανισσοροπιών που είχαν οδηγήσει σε αυτή, αλλά και το επιπλέον πρόβλημα της υπερβάλλουσας ρευστότητας στην οικονομία, (λόγω της παρατεταμένης διατήρησης χαμηλών επιτοκίων) που οδήγησε στην ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών.

…στους ωκεανούς της ρευστότητας

Έτσι, το τέλος της χρηματιστηριακής φούσκας διαδέχθηκε η φούσκα των ακινήτων ως το νέο προνομιακό πεδίο επέκτασης του χρηματικού κεφαλαίου σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων, προκειμένου να διατηρηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτή ακριβώς η κατάσταση έκρυβε στο εσωτερικό της τους όρους μιας νέας κρίσης καθώς η συσσώρευση τώρα πια στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην αναστολή της λειτουργίας του νόμου της αξίας με την αλόγιστη επέκταση του πλασματικού-χρηματικού κεφαλαίου. Αυτή η κρίση, επίσημα τουλάχιστον φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη από το περασμένο καλοκαίρι και δεν είναι άλλη από την κρίση των λεγόμενων «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης» η των «δανείων των φτωχών».Η θρυαλλίδα που την πυροδότησε ήταν η ξαφνική ανακάλυψη ότι έχουν αυξηθεί σημαντικά τα προβλήματα αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης. Τα δάνεια αυτά δίνονταν σε άτομα με ιδιαίτερα χαμηλό εισόδημα έχοντας προκαταβάλλει πολύ μικρό ποσοστό της αξίας του ακινήτου που αγόραζαν (5% ή και λιγότερο). Επιπλέον, δίνονταν με εγγύηση του ιδίου του ακινήτου και με υψηλότερα (και συνήθως κυμαινόμενα) επιτόκια λόγω της χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας των δανειζόμενων. Μέχρι πρόσφατα τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα στις ΗΠΑ μπορούσαν να χρηματοδοτούν την αποπληρωμή τέτοιων στεγαστικών δανείων με δύο τρόπους. Πρώτον, μέσω της αύξησης των ωρών εργασίας τους, (όπως επισημάναμε οι ΗΠΑ είναι πρωταγωνιστής σε αυτή την κούρσα τα τελευταία χρόνια), ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρο για το κεφάλαιο συνολικά, καθώς οι επιπλέον ώρες εργασίας συμβάλλουν στην απόσπαση επιπλέον υπεραξίας από τους εργαζόμενους. Δεύτερον, καθώς μέχρι πρόσφατα οι τιμές των ακινήτων αυξάνονταν, η εξυπηρέτηση αυτών των δανείων γινόταν πιο εύκολη (μέσω αναχρηματοδοτήσεων) ενώ πολλοί δανειολήπτες πωλούσαν τα ακίνητα που είχαν αγοράσει εισπράττοντας ποσά μεγαλύτερα από το συνολικό ποσό που έπρεπε να καταβάλουν προκειμένου να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Το πρόβλημα στην αμερικανική οικονομία άρχισε να εμφανίζεται όταν η κεντρική τράπεζα άρχισε να αυξάνει επιτόκια κάνοντας πιο δύσκολη των αποπληρωμή αυτών των δανείων, αλλά και λόγω προβλημάτων στο επίπεδο αυτού που στα αστικά οικονομικά ονομάζεται «πραγματική οικονομία» ή για τον Μαρξισμό αποτελεί το παραγωγικό κεφάλαιο. Φαίνεται δηλαδή, ότι ύστερα από μια αρκετά μακρά περίοδο καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που αύξησαν την συμμετοχή στην συσσώρευση των τεχνικών απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, αυξάνοντας δραματικά τον βαθμό εκμετάλλευσης και τα κέρδη, για μια ακόμη φορά η συσσώρευση παρουσιάζει σημεία κόπωσης. Μάλιστα, αρκετοί αμερικανοί μαρξιστές οικονομολόγοι, σε διάφορες πρόσφατες εμπειρικές μελέτες, υποστηρίζουν ότι η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει ξαναρχίζει να ενισχύεται σε σχέση με τις προαναφερθείσες αντίρροπες δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν από τις αναδιαρθρώσεις. Εξ’ αιτίας των παραπάνω, τα υψηλότερα επιτόκια ενώ ωφελούν την πλευρά των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων του κεφαλαίου κάνουν πιο δύσκολα τα πράγματα για την πλευρά των παραγωγικών δραστηριοτήτων του, με το να αυξάνουν το κόστος των επενδύσεων του παραγωγικού κεφαλαίου. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε την τάση για ύφεση της αμερικανικής οικονομίας στο σύνολο της, καθώς τελικά το παραγωγικό κεφάλαιο είναι αυτό που πρωτογενώς αποσπά την υπεραξία, μέρος της οποίας αναδιανέμεται μέσω της πληρωμής τόκων στο χρηματικό κεφάλαιο. Δηλαδή, το πρόβλημα στην κτηματαγορά προέκυψε γιατί συνολικά ο αμερικανικός καπιταλισμός ασθμαίνει και επομένως η εργατική τάξη και τα λαϊκά και μεσαία στρώματα δεν διαθέτουν επαρκή εισοδήματα.

Η διεθνής διάσταση της κρίσης των «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης»

Σήμερα, η κρίση στην αμερικάνικη κτηματαγορά έχει μετατραπεί σε κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό έγινε όχι μόνο γιατί κινδυνεύουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που έχουν δώσει τέτοια επισφαλή δάνεια (τα οποία άλλωστε δεν είναι παρά το 14% των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ) αλλά γιατί με βάση αυτά τα δάνεια το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (και όχι μόνο το αμερικάνικο) είχε ανοίξει σε διεθνή κλίμακα, πολλαπλασιαστικά μέσα από την δημιουργία ειδικών παραγώγων προϊόντων μια σειρά άλλες δραστηριότητες κερδοφορίας που τώρα και αυτές, με την σειρά τους κινδυνεύουν. Δημιουργήθηκε δηλαδή μια κατάσταση ντόμινο. Οι τράπεζες (αμερικανικές κατά βάση αλλά και ξένες) εξέδιδαν τα στεγαστικά δάνεια, τα οποία στη συνέχεια τιτλοποιούσαν πουλώντας τα σε διάφορους καπιταλιστές-κερδοσκόπους (περιλαμβανομένων και «ταμείων αντιστάθμισης κινδύνου» Hedge Funds). Περαιτέρω, η πώληση αυτών των τίτλων εξασφάλιζε ρευστό με το οποίο οι τράπεζες εξέδιδαν ακόμη περισσότερα στεγαστικά δάνεια. Το «αεροπλανάκι» παρουσίασε τις πρώτες «βλάβες» όταν παρουσιάσθηκαν τα προβλήματα στην αποπληρωμή των δανείων μειωμένης εξασφάλισης και μια σειρά τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με μαζικές αιτήσεις ρευστοποίησης των τίτλων που είχαν πουλήσει στους διάφορους κερδοσκόπους. Ταυτόχρονα προέκυψαν ανησυχίες και για την κεφαλαιακή επάρκεια όχι μόνο των κερδοσκοπικών οργανισμών που αγόραζαν τέτοια προϊόντα αλλά και των τραπεζών αυτών καθαυτών που υπήρχε υπόνοια ότι είχαν χρηματοδοτήσει τέτοιους οργανισμούς. Ως αποτέλεσμα προκλήθηκε κρίση εμπιστοσύνης, και οι τράπεζες ουσιαστικά έπαψαν να δανείζουν η μία την άλλη βραχυκυκλώνοντας τις κυριότερες διατραπεζικές αγορές (σε ΗΠΑ,Ευρώπη, και Βρετανία), πράγμα που επιδείνωσε τα πράγματα ακόμα περισσότερο.

Περαιτέρω, το πρόβλημα πέρασε και στις διεθνείς κεφαλαιαγορές γιατί οι τράπεζες είναι εισηγμένες σε αυτές και μάλιστα με σημαντική βαρύτητα. Επισημαίνεται ότι οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι καθώς όταν μια τράπεζα αντιμετωπίσει πρόβλημα, τότε ενδεχομένως να κινδυνεύσουν και μια σειρά επιχειρήσεις που αυτή έχει δανειοδοτήσει (πολλές εκ των οποίων είναι επίσης εισηγμένες στα χρηματιστήρια) ακόμη και αν από μόνες τους δεν είχαν προβλήματα. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή βρίσκεται στο ότι, το διάστημα μέχρι και λίγο πριν από την εκδήλωση της κρίση (Ιούλιος 20007) είχε σημειωθεί μια άνοδος των χρηματιστηρίων λόγω ενός κύματος εξαγορών και συγχωνεύσεων επιχειρήσεων οι οποίες πραγματοποιούνταν μέσω κερδοσκοπικών οργανισμών (HEDGE FUNDS). Η χρηματοδότηση και αυτού του τύπου των δραστηριοτήτων υπήρξε ανάλογη με αυτή των επισφαλών στεγαστικών δανείων. Οι κερδοσκοπικοί οργανισμοί δανείζονταν από τις τράπεζες και οι τράπεζες τιτλοποιούσαν και πωλούσαν τα δάνεια αυτά σε τρίτους για να αντλήσουν ρευστότητα και να κάνουν επιπλέον δάνεια. Καθώς όμως αυξανόταν η ανησυχία για την επίπτωση που θα είχε η τυχόν εισδοχή των ΗΠΑ σε ύφεση για την παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι το κύμα εξαγορών ανεστάλη, και οι τράπεζες γίνονταν πιο επιφυλακτικές στις χρηματοδοτήσεις τους, ενώ οι κερδοσκοπικοί οργανισμοί, που αυτοτροφοδοτούνταν μέσω των εξαγορών, αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον πρόβλημα. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα είναι η ένταση των προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα σε ΗΠΑ και Ευρώπη, με τις χρεοκοπίες των κυριότερων τραπεζών του δυτικού καπιταλισμού γεγονός που οδήγησε στην εξαγγελία των πρωτοφανών από την εποχή της κρίσης του 1929-33 προγραμμάτων διάσωσης, η αναταραχή και νευρικότητα στα χρηματιστήρια. Οι κεντρικές τράπεζες παρενέβησαν και παρεμβαίνουν, με χορήγηση ρευστότητας σε μια προσπάθεια να εξομαλύνουν την κατάσταση στην διατραπεζική αγορά, γεγονός που βραχυχρόνια τουλάχιστον στέφθηκε από επιτυχία. Στην συνέχεια όμως η απότομη υποχώρηση των χρηματιστηριακών δεικτών οδήγησε τόσο την αμερικανική κεντρική τράπεζα όσο και ταυτόχρονα τις κεντρικές Τράπεζες της Ευρώπης, Βρετανίας, Σουηδίας και Ελβετίας σε μια πρωτοφανή στην ιστορία του καπιταλισμού μη προγραμματισμένη μεγάλη μείωση επιτοκίων προκειμένου να βοηθηθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές και η παγκόσμια οικονομία.

Παρόλα αυτά ο πρόδηλα δομικός χαρακτήρας της κρίσης μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι όχι μόνο τα νομισματικά μέτρα και τα προγράμματα αναπλήρωσης των χαμένων κεφαλαίων των τραπεζών σε βάρος των εργαζομένων αλλά ακόμα και ο συνδυασμός τους με δημοσιονομικά μέτρα δεν πρόκειται να οδηγήσει στην ουσιαστική άμβλυνση των προβλημάτων που έχουν προκύψει αν δεν υπάρξουν και νέα διαρθρωτικά μέτρα στην κατεύθυνση της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης που θα δώσει νέα υπεραξία για να καλυφθούν οι απώλειες. Φυσικά για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι θα κληθούν «ελλείψει άλλου καθίσματος να καθίσουν στο άδικο». Όσο για το οριστικό ξεπέρασμα της δομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο καπιταλισμό από την δεκαετία του 1970, συνέχεια και κορύφωση της οποίας είναι η σημερινή ιστορικών διαστάσεων χρηματοπιστωτική κρίση, με τέτοιου είδους μέτρα εκτιμούμε ότι δεν είναι εφικτή. Ο λόγος είναι ότι ιστορικά η σημαντικότερη πηγή αυξήσεων της υπεραξίας, ειδικά μετά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού, υπήρξαν οι μεταβολές στις τεχνικές μεθόδους παραγωγής. Στο βαθμό που η αύξηση της υπεραξίας δεν στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην απόσπαση σχετικής υπεραξίας, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι μια κρίση υπερσυσσώρευσης ξεπεράστηκε.

Αθήνα 15/10/2008
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ

Apture